- ψιά
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «χαρά, γελοίασμα, παίγνια».[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από τον τ. ἑψία* «διασκέδαση, ψυχαγωγία», με σίγηση τού αρκτικού φωνήεντος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψιά — ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc/acc dual ψιά̱ , ψιά play fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ψιάς drop fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψία — ψίᾱ , ψιάω pres imperat act 2nd sg ψίᾱ , ψιάω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιάς — ψιά̱ς , ψιά play fem acc pl ψιάς drop fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДЕНЬ — • Dies, ήμέρα (ср. также Άφετοι ήμέραι, Афеты, II), означает и Д. естественный (naturalis), и Д. гражданский (civilis). Под первым разумеется время от восхода до заката солнца, а время от заката до восхода солнца называется ночью,… … Реальный словарь классических древностей
φωτ(ο)- — α συνθετικό λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. φῶς, φωτός και δηλώνει ότι το σύνθ. έχει σχέση με το φως ή αναφέρεται σ αυτό. Το α συνθετικό φωτ(ο) γνώρισε μεγάλη επίδοση στη Νέα Ελληνική, όπου χρησιμοποιήθηκε για τον… … Dictionary of Greek